- ψυχαναγκασμός
- psikolojik baskı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψυχαναγκασμός — ο, Ν ιατρ. εισβολή, στη σκέψη, ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο άτομο ως νοσηρό φαινόμενο σε ασυμφωνία με το ενσυνείδητο εγώ του, μολονότι εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις προσπάθειες τού… … Dictionary of Greek
ενόρμηση — η ψυχαναγκασμός, παθολογική τάση για την επιτέλεση διαφόρων πράξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. γαλλ. impulsion). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχαναγκαστικός — ή, ό, Ν [ψυχαναγκασμός] 1. ο σχετικός με τον ψυχαναγκα σμό 2. άτομο που κατέχεται από ψυχαναγκαστική νεύρωση 3. φρ. «ψυχαναγκαστική νεύρωση» ιατρ. νεύρωση που έχει ως κύριο σύμπτωμα την εκδήλωση ψυχαναγκα σμών … Dictionary of Greek